Read time: 1 mins

Η ΨΑΡΟΥ

by Eva Koursoumba
2 August 2023

Το εξοχικό όπου είχαν καλέσει την Ελίνα εκείνη την Κυριακή, ήταν σε μια παλιά πολυκατοικία, φάτσα στη θάλασσα. Ήταν απόγευμα, κι’ από το μπαλκόνι είδε κάτω στην προκυμαία τρεις άντρες, όρθιους στη σειρά, να ψαρεύουν με καλάμια. Όμως την προσοχή της τράβηξε η μοναδική γυναίκα, που ψάρευε λίγο πιο πέρα, κοντά σ΄ ένα άνοιγμα που σχημάτιζαν τα βράχια. Ντυμένη με πολύχρωμα λουλουδάτα ρούχα, μακριά φούστα ως τους αστραγάλους και μακρυμάνικη μπλούζα, η γυναίκα στεκόταν ακίνητη. Δεν γυρνούσε να κοιτάξει τους άντρες ψαράδες, ούτε συμμετείχε στις συνομιλίες τους. Η Ελίνα ρώτησε τους φίλους της γι’ αυτή την παράξενη γυναίκα.  Της είπαν πως η ‘γυναίκα- μυστήριο’ βρισκόταν κάθε μέρα στην ίδια θέση και ψάρευε, χειμώνα καλοκαίρι, χρόνια τώρα. Όσα γνώριζαν γι’ αυτήν τα είχαν μάθει από τον Τάσο, που είχε ένα απάχικο ταβερνάκι στον δρόμο πίσω από την λεωφόρο και έφτιαχνε ωραίους μεζέδες. Της είπαν πως όλοι στην πόλη την ήξεραν με το παρατσούκλι της, ‘η Ψαρού’.   

Σε λίγο κατέβηκαν όλοι μαζί οι φίλοι στον μόλο για βουτιές. Φορούσαν τα μπανιερά και τα καπέλα τους, την αντηλιακή τους προστασία και την εύθυμη, καλοκαιρινή διάθεσή τους. Περπατώντας προς το άνοιγμα στα βράχια, από όπου μπορούσαν πιο εύκολα να μπουν στη θάλασσα, πέρασαν δίπλα από την Ψαρού. Όταν έφτασαν σ’ εκείνο το στενό σημείο του μόλου, περπάτησαν ο ένας πίσω από τον άλλο σιωπηλοί, για να μην ενοχλήσουν την παράξενη γυναίκα. Προσπέρασαν την Ψαρού προσεκτικά και γρήγορα, ρίχνοντάς της κλεφτές ματιές. Μια από τις κοπέλες της παρέας, η Λυγία, την χαιρέτησε μ’ ένα χαμηλόφωνο, τρυφερό «Γεια σου, τί κάνεις»; Και τότε η Ψαρού γύρισε απότομα και τους κοίταξε όλους με τα  θολά της μάτια, που είχαν τα χρώματα της λάσπης του βυθού και την απελπισία των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα καλό πια να περιμένουν. Χωρίς να βγάλει το τσιγάρο από το στόμα της, πέταξε ένα αδιάφορο «γεια» και γύρισε πάλι το κεφάλι της προς την θάλασσα. Αισθάνθηκαν μιαν έντονη περιέργεια γι’ αυτή τη γυναίκα, αλλά κι’ έναν ανεξήγητο φόβο, ανάμεικτο με αμηχανία. Ίσως επειδή ένιωσαν ένοχοι που παραβίασαν, έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, τον προσωπικό χώρο και τη μαυρισμένη αύρα της. ‘Η ίσως επειδή οσμίστηκαν, περνώντας από δίπλα της, τον βαθύ πόνο και την έντονη ψαρίλα που ανέδιδε.  

Η Ψαρού κρατούσε στο ένα χέρι το καλάμι της και ψάρευε συλλογισμένη, κι’ όταν κουραζόταν το περνούσε στο άλλο χέρι με μια ανεπαίσθητη κίνηση, που ούτε τα ψάρια αντιλαμβάνονταν. Ήταν γυναίκα μεγαλόσωμη, ακαθορίστου ηλικίας.  Ένα τσιγάρο έκαιγε μόνιμα ανάμεσα στα χοντρά της χείλη, που είχαν πολλές κάθετες ρυτιδούλες σε όλο τους το περίγραμμα. Η καύτρα του τσιγάρου φλογιζόταν σε κάθε εισπνοή της και η στάχτη μεγάλωνε σε κάθε εκπνοή, ρίχνοντας νιφάδες γκρίζας σκόνης στα ρούχα της, και στα πόδια της, που ξεπρόβαλλαν, χοντρά κι αναιδέστατα στη δυσμορφία τους, μέσα από φτηνές πλαστικές σαγιονάρες. Τα τεράστια κότσια στα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών της, αλλοιωμένα από τα αρθριτικά, ξεπρόβαλλαν σαν κροκάλες, αναγκάζοντας τα υπόλοιπα δάχτυλα να πάρουν κλίση προς τα έξω, και μερικά να ανεβάσουν κάποιες αρθρώσεις προς τα πάνω. Τους πρησμένους από την ορθοστασία και από τη στάσιμη λέμφο αστραγάλους της κοσμούσαν αιμοφόρα αγγεία διεσταλμένα και ανάγλυφοι κιρσοί, σαν μινιατούρες κεραυνών.  

Ένα καπελάκι με γείσο και διαφημιστικό σλόγκαν αναψυκτικού στην κορυφή του κεφαλιού της έμοιαζε διακοσμητικό, αφού δεν έριχνε σκιά στο κεφάλι ή στο λαιμό της. Στο τραχύ, μελαψό δέρμα του προσώπου και του λαιμού της έλαμπαν ρυτίδες βαθιές σαν χαρακιές, που δημιούργησε η πολύχρονη έκθεση στα στοιχεία της φύσης, αλλά και στην κακία σκατόψυχων περαστικών, που συχνά χλεύαζαν την Ψαρού γελώντας περιπαικτικά μαζί της. Τα μαλλιά της γυναίκας ήταν πιασμένα πίσω χαμηλά στο σβέρκο, κι’ είχαν τρία διαφορετικά χρώματα, λευκές ξεβαμμένες ρίζες, κατάξερες ξανθές άκρες κι ανάμεσά τους ένα απροσδιόριστο καστανό με πολλά άσπρα. Δεν φορούσε γυαλιά ηλίου  για να προστατέψει τα μάτια της, το βλέμμα της, ή έστω την ψυχή της. 

Ακίνητη σαν άγαλμα, πάντα στην ίδια θέση, η γυναίκα – μυστήριο αγνάντευε  το πέλαγο και περίμενε τα ψάρια να τσιμπήσουν. Στην παραλιακή λεωφόρο πίσω της γινόταν χαμός με τις κόρνες και το βουητό των λεωφορείων, των αυτοκινήτων, των δικύκλων και των φορτηγών που διακινούνταν ασταμάτητα. Ήταν η καρδιά της τουριστικής περιοχής της πόλης, και τα τροχοφόρα έτρεχαν για να ανεφοδιάσουν εστιατόρια, ταβέρνες, καταστήματα και περίπτερα, για να κουβαλήσουν τουρίστες, ή για να παραδώσουν κρύους καφέδες και ζεστά φαγητά. Σταθερή στην ακινησία της η Ψαρού, με το καλάμι στο ένα χέρι, και το τσιγάρο να καίει στα χείλη, φαινόταν προσηλωμένη στο τίποτα. Παγερά αδιάφορη  προς τη δαιμονική φασαρία των τροχοφόρων πίσω της, αλλά και προς την ομορφιά του πελάγου μπροστά της. Ήταν μια στάση παράξενη, ανεξήγητη, που λες και έριχνε μια μούντζα στην άσκοπη βαβούρα της ζωής, στους περαστικούς, στους άλλους ψαράδες.  

Με χαρούμενα ξεφωνητά οι κολυμβητές βούτηξαν ο ένας μετά τον άλλο στη θάλασσα. Είχαν συμφωνήσει να μείνουν μέσα στο νερό μέχρι το ηλιοβασίλεμα, για να θαυμάσουν τα χρώματα που έβαφαν τον ουρανό εκείνη την μαγική ώρα, που ο ήλιος έδυε στο αντίθετο άκρο του νησιού, πίσω από βουνά και πολυκατοικίες. Όταν βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας, όπου δεν μπορούσαν να τους ακούσουν οι ψαράδες στα βράχια, οι φίλοι της Ελίνας άρχισαν να διηγούνται όσα συγκλονιστικά γνώριζαν για την Ψαρού, η οποία είχε απίστευτες γνώσεις για τη θάλασσα, τα ψάρια και το ψάρεμα. Της περιέγραψαν πώς ζωντάνευε απότομα, μόλις ένιωθε ακόμα και το πιο ανεπαίσθητο ‘τσίμπημα’ στο καλάμι της. Με πόση σβελτάδα μάζευε την πετονιά, κι’ έβγαζε το ψάρι που είχε πιάσει. Το κοιτούσε με σεβασμό να σπαρταρά στ’ αγκίστρι της, αναγνώριζε το είδος και ψιθύριζε, ‘σπάρος’, ‘αθερίνα’ ‘σαργός’, ‘κουρκούνα’, ‘μελάνα’. Και χωρίς δεύτερη  σκέψη το έριχνε στον πλαστικό κουβά που είχε πλάι της. Μετά έβαζε καινούριο δόλωμα στ’ αγκίστρι, συνήθως ένα κομμάτι ζυμάρι που έφερνε από το σπίτι, ή σκουλήκια που μάζευε από τις χωματερές, έριχνε την πετονιά της με μια θεαματική κίνηση του βραχίονα ξανά πίσω στο νερό, κι’ επέστρεφε στην γνωστή στάση αδιάφορης ακινησίας που είχε πάντα.  

Όταν ψάρευε λιθρίνι, ή λαβράκι, ή κέφαλο έβγαζε μια άναρθρη κραυγή ενθουσιασμού, που έκανε τους άλλους ψαράδες να γυρίσουν για λίγο προς το μέρος της. Ενθουσιαζόταν, επειδή αυτά τα ψάρια μπορούσε να τα πουλήσει εύκολα και σε καλή τιμή στα ακριβά εστιατόρια θαλασσινών στην απέναντι πλευρά του δρόμου.  Όταν όμως έβγαζε λαγοκέφαλο, φεγγαρόψαρο ή άλλο τοξικό ψάρι, ακατάλληλο για ανθρώπινη βρώση, την καταλάμβανε μια σιωπηλή υστερία. Το ξεκολλούσε με βία από το αγκίστρι, το άπλωνε στα βράχια και το κτυπούσε με μια πέτρα στο κεφάλι μέχρι να σταματήσει να σπαρταρά. Σκότωνε τα βλαβερά ψάρια χωρίς να βγαίνει λέξη από το στόμα της. Μετά τα τύλιγε σε παλιές εφημερίδες και φεύγοντας τα έπαιρνε πάντα μαζί της.  

Οι κουτσομπόληδες της περιοχής έλεγαν πως τηγάνιζε και έτρωγε τα ψάρια που έχουν τοξίνες χωρίς να αρρωσταίνει, επειδή ήταν μάγισσα. Οι πιο κακεντρεχείς, μάλιστα, έλεγαν πως αφαιρούσε το δηλητήριο των ψαριών και το χρησιμοποιούσε για να φτιάχνει ισχυρά μαγικά φίλτρα, που πουλούσε σε όσους ήθελαν να ξεπαστρέψουν τους εχθρούς τους, ή τις γάτες του γείτονα. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι, πολύ λιγότεροι βέβαια,  επέμεναν πως η Ψαρού σεβόταν τον κόσμο της θάλασσας και γι’ αυτό δεν έριχνε πίσω τα τοξικά είδη που έπιανε, αφού θα μπορούσαν να δηλητηριάσουν τα νερά. Όπως οι τοξικές κουβέντες μπορούν να δηλητηριάζουν ανθρώπινες ψυχές.  

Μια άλλη κοπέλα της παρέας, η Σύλβια, είπε πως η Ψαρού είχε αποκτήσει και πολλές πρακτικές γνώσεις για τον κόσμο της θάλασσας, μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Τους είχε πει, για παράδειγμα, πως τα ψάρια γνωρίζουν μέχρι και τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα όταν θα χαλάσει ο καιρός, γι’ αυτό εξαφανίζονται πολύ προτού οι μετεωρολόγοι προβλέψουν στα δελτία καταιγίδες και μπουρίνια. Αναγνώριζε και την φορά του ανέμου, ανάλογα με την κατεύθυνση που ακολουθούσε ο καπνός του τσιγάρου της, και έτσι ήξερε πως όταν φυσάει βοριάς δεν τσιμπάνε τα ψάρια.  Τις περισσότερες μέρες πήγαινε για ψάρεμα νωρίς το πρωί, ακόμα και πριν την ανατολή του ήλιου, ή αργά το απόγευμα, λίγο πριν τη δύση. Εκείνες τις ώρες τα ψάρια πεινάνε, τους έλεγε,  και δεν ξεχωρίζουν εύκολα στο χαμηλό φως μισίνες κι’ αγκίστρια. Ήξερε ακόμα πως για να πιάσει κανείς κέφαλους και κουρκούνες θα πρέπει να περιμένει να ανέβη ψηλά ο ήλιος, ενώ για λαβράκια και σοργούς πρέπει να ψαρεύει είτε πριν χαράξει ο ήλιος είτε μετά που δύει, στα σκοτεινά.  

Η χαρούμενη παρέα κολυμπούσε στα βαθειά, ήταν σχεδόν μόνοι τους στο νερό εκείνη την ώρα και παρακολουθούσαν τους ψαράδες στημένους στην γραμμή στον μόλο απέναντι, και την Ψαρού στην άκρη, με την λουλουδάτη φούστα της να ανεμίζει σαν αλεξίπτωτο γύρω  από τις στιβαρές, μελαχρινές της γάμπες. Οι φίλοι είπαν στην Ελίνα πως το πόστο της Ψαρούς το σέβονταν όλοι οι άλλοι ψαράδες και δεν πλησίαζαν εκεί. Όχι ότι μπορούσαν να κάνουν κι’ αλλιώς, βέβαια, αφού η Ψαρού γινόταν επιθετική, όταν αναγκαζόταν να υπερασπιστεί τη γωνιά της. Κάπως έτσι έφτασαν να της διηγηθούν και το δραματικό επεισόδιο με τον Γερμανό τουρίστα, που είχε συμβεί πριν αρκετά χρόνια. Τους είχε πει την ιστορία εμπιστευτικά ο Τάσος ο ταβερνιάρης, που ήταν από τους ελάχιστους φίλους της γυναίκας στην πόλη. Ότι δηλαδή ένας τουρίστας, Γερμανός μάλλον κατά που είπανε μετά, κατέφθασε με ενθουσιασμό ένα πρωί στον μόλο, με τα ολοκαίνουρια σύνεργα ψαρικής του. Μη γνωρίζοντας  την κατάσταση με την Ψαρού, ο άνθρωπος πήγε και στήθηκε στο πόστο της γυναίκας, που έτυχε να αργήσει να φανεί εκείνη τη μέρα. Κανένας δεν είχε προειδοποιήσει τον ξένο για την διαταραγμένη ψυχική κατάσταση της Ψαρούς, ή για την μανιακή κτητικότητα που εκδήλωνε για εκείνη τη συγκεκριμένη γωνιά του μόλου. Μπορεί και να περίμεναν να ψυχαγωγηθούν από το ξέσπασμα της γυναίκας, όταν έβλεπε έναν άγνωστο να έχει πάρει τη θέση της. Πάντως κανείς δεν είπε κάτι στον Γερμανό, ώστε να τον προστατέψει. Όταν η μεγαλόσωμη γυναίκα, φτάνοντας στον μόλο, τον είδε να ψαρεύει στη θέση της κόντεψε να πάθει συγκοπή. Το θολό της βλέμμα άστραψε από θυμό. Πέταξε κάτω τα σύνεργα και τον κουβά της και χύμηξε οργισμένη επάνω του μουγκρίζοντας σαν ζώο, προσπαθώντας να τον απομακρύνει με γροθιές και κλωτσιές. Χωρίς να πει λέξη. Που έτσι κι’ αλλιώς δεν θα καταλάβαινε ο ξένος.  

Ακόμα και τότε, κανείς από τους παρευρισκόμενους κούνησε έστω ένα δαχτυλάκι για να προστατέψει τον Γερμανό από τη μανία της αφηνιασμένης γυναίκας. Έμειναν όλοι παγωμένοι κι’ αμίλητοι στις θέσεις τους να παρακολουθούν την εξέλιξη του επεισοδίου. Αιφνιδιασμένος ο τουρίστας αντέδρασε, όπως ήταν φυσικό, απωθώντας την Ψαρού με τα χέρια του, αποκαλώντας την ‘verrueckt’  δηλαδή ‘τρελή’, και απειλώντας να καλέσει την αστυνομία. Φώναζε ο καημένος ‘Polizei, Polizei’, αλλά κανείς δεν έκανε το παραμικρό. Αν έστω και ένας από του μάρτυρες του επεισοδίου δοκίμαζε να απομακρύνει τον άντρα από το σημείο εκείνο, εξηγώντας του ποιό ήταν το πρόβλημα,  ίσως να μη συνέβαινε το κακό. Όμως οι θεατές της διένεξης μάλλον βρήκαν το θλιβερό θέαμα διασκεδαστικό. Έριχναν μάλιστα λάδι στη φωτιά φωνάζοντας του στα ελληνικά, τα οποία δεν καταλάβαινε ο ξένος: «Έχει δίκιο η γυναίκα! Είναι η θέση της, πήγαινε αλλού άνθρωπέ μου, δεν βλέπεις πως την αναστάτωσες;»  

Φώναζαν για να ερεθίσουν με τα λόγια τους την Ψαρού, δίνοντας της δίκαιο για την συμπεριφορά της. Συνέχισαν να παρακολουθούν αμέτοχοι τον καυγά από τις θέσεις τους, μέχρι που ο άντρας, σε μια προσπάθεια να ρίξει μια δυνατή γροθιά στη φάτσα της γυναίκας παραπάτησε κι’ έπεσε στα βράχια. Έσκισε το παντελόνι και το δέρμα στο γόνατό του. Όταν είδε το αίμα του να αναβλύζει από την αμυχή, ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε κι’ άρχισε να κλαίει. Η Ψαρού άρπαξε όλα τα σύνεργα του παρείσακτου και τα πέταξε στη θάλασσα. Κοιτούσε ασυγκίνητη κι’ ανέκφραστη τις προσπάθειες των υπολοίπων που έτρεξαν επιτέλους να βοηθήσουν τον τραυματία να βγει από το νερό. Κι’ όπως οι άλλοι ψαράδες τον τραβούσαν για να τον βγάλουν έξω, ήρθε απ΄ το πουθενά ένα μεγάλο κύμα, τον σήκωσε ψηλά και τον έριξε με δύναμη ξανά πίσω στα βράχια. Αυτή την φορά όμως ο Γερμανός κτύπησε στο κεφάλι του. Έμεινε αναίσθητος στα βράχια. Τρομοκρατημένοι  μπήκαν όλοι μέσα στο νερό και κατάφεραν να τον βγάλουν στην προκυμαία, όπου τον ξάπλωσαν απαλά στο γκρίζο μπετόν.  

Σοκαρισμένοι κι’ αμίλητοι τώρα οι ψαράδες περίμεναν, όρθιοι ολόγυρα στον Γερμανό, να έρθει το ασθενοφόρο, για να αναλάβουν την κατάσταση οι γιατροί και οι νοσοκόμοι. Στο μεταξύ αντάλλαζαν χαμηλόφωνα απόψεις για το αν ανέπνεε ακόμα ο άνθρωπος, αν είχαν κάνει καλά που τον μετέφεραν από τα βράχια, αφού είχε κτυπήσει στο κεφάλι και από πού στο καλό είχε ξεφυτρώσει σ’ εκείνο το σημείο του μόλου, όπου μόνο οι ντόπιοι γνώριζαν πως υπήρχε πολύ ψάρι. Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί εκεί πέρα περίεργοι περαστικοί, εστιάτορες και γκαρσόνια από τα ψαράδικα της περιοχής, υπάλληλοι των μίνι μάρκετ, μέχρι και ένοικοι των γύρω πολυκατοικιών για να δουν τί είχε συμβεί.  Όταν άκουσαν την σειρήνα του ασθενοφόρου άνοιξαν τον κύκλο γύρω από τον τραυματία και συνέχισαν να παρακολουθούν από απόσταση τις κινήσεις των νοσοκόμων που ξάπλωσαν τον άντρα  προσεκτικά στο φορείο και μετά στο ασθενοφόρο. 

Μόνο η Ψαρού στεκόταν ατάραχη κι’ αγέρωχη στη θέση της, κοιτώντας τον ορίζοντα πέρα από τη θάλασσα. Με το καλάμι της στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο στόμα, να κοκκινίζει η καύτρα σε κάθε εισπνοή και να μεγαλώνει η στάχτη σε κάθε εκπνοή. Όταν τέλειωνε το τσιγάρο, (τα κάπνιζε πάντα μέχρι να καούν ως το φίλτρο), ακουμπούσε το καλάμι της στο κιγκλίδωμα, έπαιρνε ένα καινούριο τσιγάρο από το πακέτο που είχε στην τσέπη της και το άναβε ακουμπώντας το στην καύτρα του παλιού, τραβώντας μια βαθειά ρουφηξιά. Το αποτσίγαρο το έφτυνε στο πλάι, όπου είχε δημιουργήσει ένα βουνό από αποτσίγαρα, που δεν άφηνε κανένα να απομακρύνει. Ακόμα και οι καθαριστές του δήμου ήξεραν τα χούγια της Ψαρούς. Γι’ αυτό μάζευαν το ένα τρίτο περίπου από τα αποτσίγαρα κάθε φορά, και τα υπόλοιπα τα έσπρωχναν βαθιά σε μια προστατευμένη γωνιά, για να μην τα πάρει ο άνεμος και καταλήξουν στη θάλασσα.  

Με το τσιγάρο στο στόμα και το καλάμι στο χέρι την βρήκαν να ατενίζει το πέλαγο οι αστυνομικοί που πήγαν να τη συλλάβουν. Της εξήγησαν ότι είχαν μαρτυρία για το επεισόδιο, και είχαν και ένταλμα σύλληψης. Η γυναίκα κοίταξε τους αστυνομικούς  χωρίς να μιλά. Ίσως και να μην καταλάβαινε τί της έλεγαν. Ή τί ακριβώς είχε συμβεί. Κανείς από τους παριστάμενους πλησίασε την Ψαρού εκείνη την ώρα, για να της πει ένα λόγο ενθαρρυντικό. Όταν είδε τον φίλο της τον Τάσο να τρέχει προς το μέρος της με την άσπρη ποδιά του να ανεμίζει, η γυναίκα λύγισε. Ο Τάσος πολλές φορές αγόραζε τα ψάρια της Ψαρούς, έστω κι’ αν δεν ήταν της προκοπής, γιατί την λυπόταν. Και τα σέρβιρε όλα μαζί τηγανητά, σαν συνοδευτικά στα ούζα και τις μπύρες που σέρβιρε στους πελάτες στο ταβερνάκι του. Ήταν από τα λίγα πλάσματα που η Ψαρού ήξερε κι’ εμπιστευόταν.  

Μόλις έφτασε στην σκηνή, λαχανιασμένος από το τρέξιμο, ο Τάσος, με την άσπρη ποδιά στα χέρια και με δάκρυα στα μάτια, της φώναξε: «Μην φοβάσαι Σοφία!»  Η Ψαρού κοίταξε με το θολό, λασπωμένο βλέμμα της το μοναδικό φιλικό πρόσωπο που βρισκόταν εκείνη την δύσκολη ώρα κοντά της, πήρε τον κουβά με την ψαριά της μέρας και τα σύνεργα της ψαρικής της και τού τα έβαλε στα χέρια. Εκείνος, φανερά συγκινημένος, χάιδεψε το σκληρό δέρμα των χεριών της, σκούπισε ένα μικρό δάκρυ που ξεπρόβαλε στη γωνιά του αριστερού ματιού της και της ψιθύρισε: «Όλα καλά θα πάνε, μην φοβάσαι, Σοφία, δεν τον σκότωσες εσύ, η θάλασσα τον σήκωσε και τον κτύπησε στα βράχια… μην φοβάσαι, θάρθω να σε δω μόλις μάθω πού θα σ’ έχουν, θάρθω, μ’ ακούς; Και θα φέρω μάρτυρες, απ’ αυτούς που είδαν από κοντά τί έγινε, για να μαρτυρήσουν στο δικαστήριο! Εσύ είσαι αθώα, μην φοβάσαι!! Μ’ ακούς;» 

Η Ψαρού γύρισε και έριξε μια αποχαιρετιστήρια ματιά στην θάλασσα. Μετά έσκυψε κάτω το κεφάλι, ενώ άηχοι λυγμοί άρχισαν να τραντάζουν το γεροδεμένο κορμί της. Αφέθηκε στα χέρια των αστυνομικών, που την οδήγησαν στο περιπολικό. Την ώρα που την έβαζαν μέσα στο αυτοκίνητο, γύρισε το πρόσωπό της προς τον Τάσο με μάτια γεμάτα δάκρυα αλλά βλέμμα καθαρό, ξεπλυμένο από τη θολούρα του βυθού. Εκείνος την χαιρέτισε με μια κίνηση του χεριού και της  φώναξε συγκινημένος: «Μην φοβάσαι ρε Σοφία, θα σε βοηθήσω εγώ, στο είπα! Θα έρθω να σε δω, θα σου φέρω και τσιγάρα και ό,τι άλλο θα χρειαστείς. Θα κανονίσω και δικηγόρο. Δεν έκανες κάτι κακό κοπέλα μου. Μην φοβάσαι! Μόνο να είσαι ήρεμη και να κάνεις υπομονή, μ’ ακούς Σοφία; Ηρεμία κι υπομονή! Όλα καλά θα πάνε, στο λέω με σιγουριά!» Κι’ έμεινε συγκινημένος στην ίδια θέση να κουνά την διπλωμένη λευκή ποδιά του αποχαιρετώντας την καημένη την γυναίκα, που είχε συλληφθεί για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει, χωρίς να μπορεί  να αντιληφθεί τί ακριβώς συνέβαινε γύρω της. Συνέχισε να κλαίει και να κουνά την ποδιά του ο Τάσος μέχρι που το περιπολικό χάθηκε από το οπτικό του πεδίο.  

Πέρασαν πέντε χρόνια για να εμφανιστεί ξανά στον μόλο η Ψαρού. Κανείς δεν είχε στηθεί αυτά τα πέντε χρόνια στο πόστο της. Κι’ από την πρώτη στιγμή της επανεμφάνισής της οι υπόλοιποι ψαράδες την αντιμετώπισαν με σεβασμό και διακριτικότητα. Ένιωθαν πως κανείς τους δεν είχε τη δύναμη ή τις αντοχές να περάσει όσα θα πρέπει να είχε βιώσει η Ψαρού στη ζωή της, κι’ ας μην ήξεραν ολόκληρη την ιστορία της. Όλα τα χρόνια της απουσίας της οι περισσότεροι πίστευαν πως τα είχε περάσει στην φυλακή. Και δεν ήθελαν να τα βάλουν με άνθρωπο που πέρασε από τέτοια δοκιμασία. Μόνο ο Τάσος γνώριζε την αλήθεια. Αυτός τα είχε διηγηθεί στην Λυγία και την Σύλβια, που πήγαιναν συχνά για ούζα και ψαρομεζέδες στο μαγαζί του και ρωτούσαν τί είχε απογίνει η Ψαρού. Από ανθρώπινο ενδιαφέρον, όχι από περιέργεια ή διάθεση για κουτσομπολιό.  Από τον εστιάτορα έμαθαν πως η Σοφία αθωώθηκε στο δικαστήριο τελικά, ότι δηλαδή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για απρόκλητη επίθεση και πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης.  Γιατί ο Γερμανός επέζησε και βγήκε από το νοσοκομείο χωρίς να του μείνει κάποιο κουσούρι, αλλά και κατά κάποιες χιλιάδες ευρώ πλουσιότερος, αφού πληρώθηκε από την ασφαλιστική στην Γερμανία για το ‘ατύχημα’ που του συνέβηκε στο νησί. Στην Σοφία επιβλήθηκε ποινή υποχρεωτικής αξιολόγησης από ψυχίατρο και νοσηλείας σε ψυχιατρικό ίδρυμα για όσο χρονικό διάστημα ήταν αναγκαίο. 

Ο Τάσος είπε στην Λυγία και την Σύλβια κάτι που πολύ λίγοι στην πόλη τους γνώριζαν. Η Σοφία είχε μεγαλώσει μόνη της έναν πανέξυπνο γιο, καρπό του παράνομου έρωτά της με έναν ιδιοκτήτη καταστήματος με είδη προικός, ο οποίος ήταν χρόνια παντρεμένος, είχε τέσσερα παιδιά και ουδέποτε αναγνώρισε το πέμπτο παιδί που έκανε εκτός γάμου. Όμως ο γιος της Σοφίας, που τον ονόμασε Ορέστη, ήταν ένα πανέξυπνο και εργατικό παιδί, που ξεπέρασε κάθε δυσκολία, από την φτώχεια μέχρι τον σχολικό εκφοβισμό, με την δυναμική υποστήριξη και την ατέλειωτη αγάπη της μάνας του. Μπήκε από τους πρώτους στην Ιατρική Αθηνών και επέλεξε να ακολουθήσει  την Ψυχιατρική.  Για προφανείς λόγους. Μετά τα χρόνια των σπουδών και της ειδικότητας, ο Ορέστης έμεινε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργαζόταν με μεγάλη επιτυχία ως ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής σημαντικών προσώπων, περιλαμβανομένων πολιτικών, διάσημων ηθοποιών, εφοπλιστών με τεράστιες περιουσίες. Με τα ψάρια που έπιανε στον μόλο είχε καταφέρει να σπουδάσει το παλικάρι της η Ψαρού. Κι’ αυτός την είχε κάνει περήφανη. Τον ήξερε τον Ορέστη από παιδί ο Τάσος και τον ειδοποίησε αμέσως για το μπλέξιμο της μάνας του. Ταξίδεψε στο νησί ο νεαρός ψυχίατρος και ανέλαβε την επιμέλεια της μάνας του, μέχρι να ολοκληρώσει την θεραπεία που της είχε επιβάλει το δικαστήριο, που έγινε σε ψυχιατρικά ιδρύματα πολυτελείας, με τα οποία συνεργαζόταν ο Ορέστης στην Αθήνα.  

Με την στήριξη και την αγάπη του γιου της, σε συνδυασμό με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και ψυχοθεραπεία, η Σοφία έγινε άλλος άνθρωπος στην Αθήνα. Καθάρισαν το βλέμμα και η σκέψη της, επανήλθε η ηρεμία, το γέλιο και η χαρά στην ζωή της. Έγινε πιο κοινωνική, πιο ομιλητική. Μπορούσε πλέον να συγκεντρωθεί αρκετά ώστε να διαβάσει ένα βιβλίο, να παρακολουθήσει μια συζήτηση στην τηλεόραση, μια ταινία στο σινεμά, ή μια συναυλία. Ο γιος της φρόντισε και για την εμφάνισή της, την πήρε σε κομμωτήρια, σε ινστιτούτα καλλονής, της αγόρασε καινούρια ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ, την είχε γενικά σαν βασίλισσα. Μαζί πήγαιναν κάθε Κυριακή μεσημέρι στις καλύτερες ταβέρνες με θαλασσινά στο Μικρολίμανο, όπου η Σοφία επέμενε να διαλέγει η ίδια, με προσοχή κι’ αυστηρότητα, τα ψάρια που θα παράγγελναν, εξετάζοντάς τα για ώρα πολλή, όπως γυάλιζαν απλωμένα πάνω στον πάγο, μέσα στα ειδικά ψυγεία-προθήκες.  Μάνα και γιος απολάμβαναν το γεύμα τους και μετά κάθονταν με τις ώρες πλάι στην θάλασσα, εισπνέοντας ιώδιο και ψαρίλα, πίνοντας καφέδες και τρώγοντας σιροπιαστά γλυκά. Όμως όσο όμορφη κι’ αν ήταν η ζωή της στην Αθήνα, κοντά στον αγαπημένο της μοναχογιό, η ισχυρή νοσταλγία για το νησί ήταν αγκάθι στην ψυχή της Σοφίας. 

 Όταν ο Τάσος πήγε στην Αθήνα για διακοπές ένα καλοκαίρι με τη γυναίκα και τα παιδιά του, τηλεφώνησε στην Σοφία και κανόνισαν να συναντηθούν. Κόντεψε να μην την αναγνωρίσει ο άνθρωπος. Τόσο πολύ είχε αλλάξει η Ψαρού εξωτερικά αλλά και μέσα της.  Όμως του είπε πως ήταν θλιμμένη, παρόλο που είχε βρει τις ισορροπίες της. Αισθανόταν να της λείπει το σπιτάκι της, δυο φτωχικές καμαρούλες πενήντα τετραγωνικά, δυο βήματα από την ακτή. Της έλειπε το καλημέρισμα των κυμάτων, η απεραντοσύνη της θάλασσας και οι έντονες αλλαγές της σε κάθε εποχή του χρόνου. Καιγόταν μέσα της για να βρεθεί ξανά στο πόστο της στον μόλο, να της ραντίζει το πρόσωπο το θαλασσινό νερό κι’ ο μπάτης να γεμίζει τα πνευμόνια της. Της έλειπαν οι ατέλειωτες ώρες σιωπηλής περισυλλογής στην προκυμαία. Δεν ήθελε να μένει στο πολυτελές διαμέρισμα του γιου της, με την τεράστια βεράντα, που έβλεπε στο δάσος,  όπου η καθαρίστρια ερχόταν μέρα παρά μέρα για να καθαρίσει τα καθαρά δωμάτια. Ο γιος της έλειπε ολημερίς κι’ οληνυκτίς, είπε η Σοφία στον Τάσο, και όταν την έπαιρνε στις κοινωνικές συνάξεις της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας, όπου ο Ορέστης τώρα ανήκε, εκείνη ζούσε με την αγωνία μήπως προσβάλει το σπλάχνο της μιλώντας απερίσκεπτα ή άπρεπα, αποκαλύπτοντας, άθελά της, την έλλειψη μόρφωσης και το παρελθόν της. 

Άδικα της έλεγε ξανά και ξανά ο Τάσος να μην κλωτσήσει την μεγάλη της τύχη να ζει με όλα τα καλά πλάι στο μοναδικό παιδί της, αυτόν τον άξιο κι’ επιτυχημένο γιο που την είχε κορώνα στο κεφάλι του.  Η Σοφία τον θερμοπαρακαλούσε να πείσει τον Ορέστη να την αφήσει να γυρίσει στο νησί. Αναγκαστικά, μίλησε αρκετές φορές  με τον γιο της, που ήταν αρνητικός στην αρχή, και με το δίκιο του. Φοβόταν μήπως η κατάστασή της υποτροπίαζε, μήπως έπεφτε ξανά στην κατάθλιψη, μήπως είχε καινούρια μπλεξίματα. Όμως τελικά ο Τάσος κατάφερε να πείσει τον Ορέστη, δίνοντάς του την υπόσχεση πως ο ίδιος θα φρόντιζε να παίρνει τα φάρμακά της η Σοφία, καλώντας την στο κινητό τηλέφωνο, που της είχε αγοράσει ο γιος της,  την ώρα που έπρεπε να τα πάρει. Του υποσχέθηκε ακόμα πως θα την έπειθε να μην αρχίσει πάλι το κάπνισμα, ή αν θα το άρχιζε, που το θεωρούσαν και οι δυο αναπόφευκτο, να μην καπνίζει πάνω από πέντε τσιγάρα τη μέρα. Ο Τάσος βεβαίωσε τον Ορέστη πως θα πήγαιναν, αυτός ή η γυναίκα του, καθημερινά στο σπιτάκι της Σοφίας να βλέπουν πώς πάει και να την θυμίζουν  να μην μπλέκεται σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να αναστατώσουν την ψυχική της ηρεμία. 

Στον μόλο κανείς δεν μίλησε ξανά για την Σοφία, μέχρι που, ξαφνικά κι’ αναπάντεχα, ένα πρωί εμφανίστηκε ξανά η γυναίκα, πέντε χρόνια αργότερα. Αμίλητη περπάτησε μέχρι την γωνιά της, κουβαλώντας τα σύνεργα, τον πλαστικό κουβά και τα τσιγάρα της. Οι ψαράδες την κοιτούσαν έκπληκτοι, δεν είχαν αναγνωρίσει αυτή την καλοβαλμένη κυρία, που είχε καταλάβει με τόση άνεση το πόστο της Ψαρούς. Μόνο από την χαρακτηριστική κίνηση του βραχίονα, όταν έριξε στην θάλασσα την πετονιά της, την αναγνώρισαν τελικά. Γιατί, η Σοφία που έβλεπαν μπροστά τους ήταν μια εντελώς διαφορετική γυναίκα. Ήταν πιο αδύνατη, πιο ήρεμη πιο ανάλαφρη στις κινήσεις. Φορούσε καινούρια, κομψά ρούχα, γαλάζιο πανταλόνι που κατέβαινε μέχρι το μέσο της γάμπας, γαλάζια κοντομάνικη μπλούζα, και ένα κομψότατο ψάθινο καπέλο πάνω από τα όμορφα ξανθά μαλλιά της, που σκίαζε το πρόσωπο και το μπούστο της.   Όταν κάποιος από τους ψαράδες την χαιρέτισε λέγοντάς της, «Γεια σου, καλωσόρισες στο πόστο σου!» Η Σοφία απάντησε με ένα σπάνιο χαμόγελο «Γεια σου. Δεν φαντάζεσαι πόσο μου έχει λείψει η γωνιά μου». Για τους υπόλοιπους, που δεν της μίλησαν, κράτησε την σιωπή της, που την έκανε να αισθάνεται πιο άνετα έτσι κι’ αλλιώς.  

Φυσικά τα καινούρια, κομψά ρούχα της ήταν παντελώς ακατάλληλα και άβολα για το ψάρεμα, γι’ αυτό πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τα συνολάκια, με τα οποία είχε γεμίσει τις βαλίτσες της ο γιος της πριν φύγει από την Αθήνα, και γύρισε ξανά στις φαρδιές φούστες και τις μακρυμανικές μπλούζες, που την προστάτευαν από τον ήλιο, αλλά της έδιναν ελευθερία κινήσεων. Το ωραίο ψάθινο καπέλο το πέταξε όταν του έβαλε φωτιά ένα πρωί με δυνατό άνεμο, ενώ προσπαθούσε να ανάψει το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Ξαναγύρισε στα μικρά καπελάκια με γείσο, που δεν ξέφευγαν από την διάμετρο του κεφαλιού της. Τα μαλλιά της δεν τα ξαναέβαψε. Έτσι εύκολα και ομαλά έγινε η επανένταξη της Ψαρούς στον μικρόκοσμο των ψαράδων του μόλου.  

Η Σύλβια φώναξε τους κολυμβητές να γυρίσουν να δουν την μαγική εικόνα της δύσης του ήλιου. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες έβαφαν τον ουρανό και τα νερά με μυριάδες αποχρώσεις του ροζ, του μωβ και του πορφυρού. Τα νερά γύρω τους λαμπύριζαν εκθαμβωτικά. Η Ελίνα ένιωσε έναν κόμπο συγκίνησης στον λαιμό της για την ομορφιά που τους περιέβαλλε, ίσως και για την ιστορία της Ψαρούς που μόλις τους είχε αφηγηθεί η Λυγία. «Η ώρα του δέους και της δέησης», σκέφτηκε. Έκανε μια σιωπηλή επίκληση στον Θεό, ζητώντας Του να χαρίσει αγάπη στην οικουμένη και περισσότερη κατανόηση στους ανθρώπους. Για να  αποδέχονται και να κατανοούν τα πλάσματα που χάνουν τον εαυτό τους, προσωρινά ή μόνιμα, και όσους βυθίζονται χωρίς να το καταλαβαίνουν στα πάθη και τις αδυναμίες τους, υπηρετώντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες της τρωτής του φύσης.  Η Ελίνα προσευχόταν με το κεφάλι της στραμμένο στον ήλιο που έδυε μακριά, μέχρι που τα μάτια της γέμισαν δάκρια από το εκτυφλωτικό φως και το ράντισμα του αλμυρού νερού.  

Πέρασαν δεκαετίες από εκείνη την ευλογημένη στιγμή, και όποτε τύχαινε να περνά από το συγκεκριμένο σημείο στην παραλιακή, έστριβε το κεφάλι της προς την πλευρά της θάλασσας και αναζητούσε με τα μάτια την μοναχική φιγούρα της Ψαρούς στο πόστο της. Κι’ ας ήξερε από τις φίλες της, που μάθαιναν νέα της γυναίκας όποτε πήγαιναν στο ουζερί του Τάσου, πως η Σοφία είχε νοσήσει με μεταστατικό καρκίνο του στήθους λίγα χρόνια μετά που γύρισε στο νησί, και πως η αρρώστια την είχε εξοντώσει μέσα σε λίγους μήνες.  

Όταν οι γιατροί  του είπαν πως δεν θα ζούσε για πολύ ακόμα η Σοφία, ο Ορέστης ενημέρωσε τους πελάτες του πως ήταν αναγκασμένος να απουσιάσει στο εξωτερικό για κάποιους μήνες, για προσωπικούς λόγους, και γι’ αυτό οι συνεδρίες τους θα γίνονταν αποκλειστικά μέσω τηλεδιασκέψεων.  Οι περισσότεροι πελάτες δέχτηκαν τον νέο τρόπο επικοινωνίας χωρίς σχόλιο. Και η βαριά άρρωστη Σοφία άκουγε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, το μουρμουρητό αυτών των συζητήσεων πίσω από την κλειστή πόρτα, κι’ ευχαριστούσε την Παναγία που την βοήθησε να μεγαλώσει σωστά το παιδί της και να το δει να διαπρέπει επαγγελματικά.  

Τα πρωϊνά, όποτε είχε λιακάδα και δεν είχε προγραμματισμένη συνεδρία, ο Ορέστης πήγαινε τη μανούλα του με το τροχοκάθισμα στον μόλο και ψάρευαν μαζί, όσο της επέτρεπαν οι δυνάμεις της. Μετά γυρνούσαν σπίτι και ζητούσαν από την γυναίκα του Τάσου να έρθει να τους τηγανίσει τα ψάρια που είχαν πιάσει, ή να τους φέρει φαγητό από το ουζερί. Μάνα και γιος κουβέντιαζαν ατέλειωτες ώρες για τα πάντα. Ακόμα και για τον πατέρα του τού μιλούσε η Σοφία και τον ενθάρρυνε να τον πλησιάσει, επειδή ένιωθε πως το τέλος πλησίαζε και δεν ήθελε να αφήσει τον γιο της μόνο κι’ έρημο στον κόσμο. Όμως ο Ορέστης δεν είχε επιθυμία να ανοίξει παρτίδες με έναν γέρο που έπασχε από άνοια πια και που δεν είχε αναλάβει ποτέ την παραμικρή ευθύνη απέναντι στον γιο του και στην γυναίκα που τον γέννησε.  

Κρατούσε τη μάνα του στην αγκαλιά του τις τελευταίες της στιγμές ο Ορέστης και πήρε την ευλογία της μέσα από τα μάτια της που έσβηναν. Αγόρασε έναν ωραίο, μεγάλο τάφο στο νέο κοιμητήριο της πόλης και έθαψε εκεί την μάνα του, μαζί με τα σύνεργα ψαρικής της.  Στην κηδεία παρευρέθηκαν οι ψαράδες του μόλου, δυο τρεις γείτονες και ολόκληρη η οικογένεια του Τάσου.  

Ο Ορέστης γύρισε την επομένη της κηδείας στην Αθήνα, έπρεπε να ασχοληθεί με τους πελάτες του. Έστελλε λεφτά στον Τάσο για να φροντίζει τον τάφο, να ανάβει το καντήλι, να περιποιείται τις γλάστρες με τα λουλούδια. Του ζήτησε επίσης να επιβλέψει το κτίσιμο του μαρμάρινου μνημείου, που σχεδίασε ένας φίλος του καλλιτέχνης στην Αθήνα. Ήταν λιτός ο τάφος, από ολόλευκο μάρμαρο και στην κάθετη στήλη τοποθέτησαν την αγαπημένη φωτογραφία της μάνας του, όπως ήταν τον καιρό που ζούσε στην Αθήνα, όμορφη, περιποιημένη και χαμογελαστή. Ο Τάσος έστελλε καθημερινά την γυναίκα του ή ένα από τα παιδιά του να φροντίσει τον τάφο, αλλά κάθε Σάββατο πρωί πήγαινε ο ίδιος να ανάψει το καντήλι, να κάψει στο μαντεμένιο καπνιστήρι ελιά και λιβάνι και να ψιθυρίσει στην Σοφία να τραβήξει μια τζούρα κι’ αυτή απ’ τον καπνό, να το ευχαριστηθεί! Και μετά καθόταν στο μαρμάρινο πεζούλι του τάφου κι’ έπιανε κουβέντα με την παλιά του φίλη. Και δεν ξεχνούσε να της θυμίζει κάθε φορά πόσο πολύ την είχε αγαπήσει το μοναχοπαίδι της, ο Ορέστης της, που ήταν το καμάρι και η χαρά της, το σπουδαιότερό της κατόρθωμα κι’ η μεγαλύτερη ευλογία στη ζωή της! 


2023 Commonwealth Short Story Prize Shortlist: Issue 3


Artwork © Irina Shishkina 

About the Author

Eva Koursoumba

Eva Koursoumba was born in Cyprus, and went to the University of Westminster in London, (B.A. Hons in Media Studies) and to the University of Southern California in Los Angeles, (Diploma in TV and Cinema Studies). After working in Cyprus TV and at an advertising agency as Creative Director, she is now working in Communications. […]

Related